- υποστατικός
- η , ό[ν] мед. застойный;
υποστατική πνευμονία — застойная пневмония;
υποστατικόν φάινόμενον — застойное явление
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υποστατική πνευμονία — застойная пневмония;
υποστατικόν φάινόμενον — застойное явление
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὑποστατικός — able masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποστατικός — ή, ό / ὑποστατικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑφίστημι] νεοελλ. 1. ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόσταση, που οφείλεται στην κάθοδο τού αίματος, υπό την επίδραση τής βαρύτητας, στα χαμηλότερα σημεία τού σώματος, με τη μορφή παθητικής υπεραιμίας… … Dictionary of Greek
υποστατικός — ή, ό 1. (ιατρ.), αυτός που έχει σχέση με την υπόσταση, που παράγεται με υπόσταση: Υποστατικό φαινόμενο. 2. το ουδ. ως ουσ., υποστατικό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποστατικά — ὑποστατικός able neut nom/voc/acc pl ὑποστατικά̱ , ὑποστατικός able fem nom/voc/acc dual ὑποστατικά̱ , ὑποστατικός able fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστατικῶν — ὑποστατικός able fem gen pl ὑποστατικός able masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστατικόν — ὑποστατικός able masc acc sg ὑποστατικός able neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστατικαῖς — ὑποστατικός able fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστατικαί — ὑποστατικός able fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστατικοῖς — ὑποστατικός able masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστατικοί — ὑποστατικός able masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστατικοῦ — ὑποστατικός able masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)